- νεοτριβής
- νεο-τρῐβής, ές,A freshly ground,
πυροῖο ἄχθος Ps.-Phoc. 167
.2 freshly extracted,ἔλαιον Sor.1.46
, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυροῖο ἄχθος Ps.-Phoc. 167
.ἔλαιον Sor.1.46
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοτριβής — νεοτριβής, ές (Α) 1. αυτός που τρίφθηκε πρόσφατα, φρεσκοτριμμένος 2. αυτός που εξάχθηκε πρόσφατα με σύνθλιψη («νεοτριβὲς ἔλαιον», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο τριβής] … Dictionary of Greek
νεοτριβεῖ — νεοτριβής freshly ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νεοτριβής freshly ground masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτριβές — νεοτριβής freshly ground masc/fem voc sg νεοτριβής freshly ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτριβοῦς — νεοτριβής freshly ground masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek